Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προ|άγω <-ήγαγα, -άχτηκα, -ηγμένος> [prɔˈaɣɔ] VERB μεταβ

1. προάγω (κάνω κάτι να προοδεύσει):

προάγω

2. προάγω (υπάλληλο):

προάγω

3. προάγω (μαθητή):

προάγω

Παραδειγματικές φράσεις με προάγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский