Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πραΰνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρ|αΰνω <-άυνα, -αΰνθηκα, -αϋμένος> [praˈinɔ] VERB μεταβ

πραΰνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский