Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρέζα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρέζα [ˈprɛza] SUBST θηλ

1. πρέζα (μικρή ποσότητα):

πρέζα
Prise θηλ
μια πρέζα αλάτι

2. πρέζα (δόση ναρκωτικών):

πρέζα
Dosis θηλ
πρέζα

Παραδειγματικές φράσεις με πρέζα

μια πρέζα αλάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский