Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πούστης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πούστ|ης <-ηδες> [ˈpustis] SUBST αρσ

1. πούστης οικ (ομοφυλόφιλος):

πούστης
Schwuler αρσ
είναι πούστης

2. πούστης χυδ μειωτ (παλιάνθρωπος):

πούστης
Arsch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πούστης

είναι πούστης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский