Ελληνικά » Γερμανικά

πορτοφολ|άς <-άδες> [pɔrtɔfɔˈlas] SUBST αρσ (κλέφτης)

πορτόφυλλο [pɔrˈtɔfilɔ] SUBST ουδ

πορτοκάλι [pɔrtɔˈkali] SUBST ουδ

Πορτογάλος (Πορτογαλίδα) [pɔrtɔˈɣalɔs, pɔrtɔɣaˈliða] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πορτοκαλ|ής <-ιά, -ί> [pɔrtɔkaˈlis] ΕΠΊΘ

πορτοκαλιά [pɔrtɔkaˈʎa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский