Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πορφύρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πορφύρα [pɔrˈfira] SUBST θηλ

1. πορφύρα (ζώο):

πορφύρα

2. πορφύρα (ουσία, ύφασμα, ρούχο):

πορφύρα
Purpur αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский