Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πορνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πορν|εύω <-εψα, -εύτηκα> [pɔrˈnɛvɔ] VERB μεταβ και μτφ

πορνεύω

II . πορνεύομαι VERB αυτοπ ρήμα και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский