Ελληνικά » Γερμανικά

πολτοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pɔltɔpiˈɔ] VERB μεταβ (παλιά βιβλία)

πολτοποιώ
πολτοποιώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский