Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πλεονέκτημα , πλεονεκτώ , πλεονεκτικός , πλεονεξία και πλεονέκτης

πλεονεκτ|ώ <-είς> [plɛɔnɛkˈtɔ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

πλεονεκτικ|ός <-ή, -ό> [plɛɔnɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πλεονέκτης (πλεονέκτρια) [plɛɔˈnɛktis, plɛɔˈnɛktria], πλεονέχτης (πλεονέχτρα) [plɛɔˈnɛxtis, plɛɔˈnɛxtra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πλεονέκτης (πλεονέκτρια)

πλεονεξία [plɛɔnɛˈksia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский