Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλειστηριασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλειστηριασμός [plistiriazˈmɔs] SUBST αρσ

πλειστηριασμός
Versteigerung θηλ
πλειστηριασμός
Auktion θηλ
αναγκαστικός πλειστηριασμός ΝΟΜ
δημόσιος πλειστηριασμός
πλειστηριασμός συναλλάγματος

Παραδειγματικές φράσεις με πλειστηριασμός

αναγκαστικός πλειστηριασμός ΝΟΜ
δημόσιος πλειστηριασμός
πλειστηριασμός συναλλάγματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский