Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλειοψηφώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλειοψηφ|ώ [pliɔpsiˈfɔ], πλειονοψηφ|ώ [pliɔnɔpsiˈfɔ] <-είς, -ησα> VERB αμετάβ

1. πλειοψηφώ (παίρνω την πλειοψηφία):

πλειοψηφώ

2. πλειοψηφώ (έχω την πλειοψηφία):

πλειοψηφώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский