Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλαισιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλαισιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [plɛsiˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. πλαισιώνω (κορνιζάρω):

πλαισιώνω

2. πλαισιώνω μτφ (περιβάλλω):

πλαισιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский