Ελληνικά » Γερμανικά

πλέι μέικερ [ˈplɛi ˈmɛikɛr] SUBST αρσ αμετάβλ (στο μπάσκετ)

πλέι-οφ [ˈplɛiɔf] SUBST ουδ αμετάβλ ΑΘΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский