Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλάγιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλάγι|ος <-α, -ο> [ˈplajiɔs] ΕΠΊΘ

1. πλάγιος (λοξός):

πλάγιος
Kursivschrift θηλ

2. πλάγιος (ερχόμενος από το πλάι):

πλάγιος
Seiten-
πλάγιος άνεμος
Seitenwind αρσ

3. πλάγιος (διπλανός):

πλάγιος
Neben-

4. πλάγιος (έμμεσος):

πλάγιος
πλάγιος λόγος ΓΛΩΣΣ
indirekte Rede θηλ
indirekte Frage θηλ

5. πλάγιος (όχι νόμιμος, όχι ευθύς):

πλάγιος

Παραδειγματικές φράσεις με πλάγιος

πλάγιος κύλινδρος ΓΕΩΜ
πλάγιος άνεμος
Seitenwind αρσ
πλάγιος ίππος
Seitpferd ουδ
πλάγιος λόγος ΓΛΩΣΣ
πλάγιος βλαστός
πλάγιος αμμόλοφος
Querdüne θηλ
πλάγιος κοιλιακός μυς
ευθύς/πλάγιος λόγος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский