Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοιλιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοιλιακ|ός <-ή, -ό> [ciliaˈkɔs] ΕΠΊΘ

κοιλιακός
Unterleibs-

Παραδειγματικές φράσεις με κοιλιακός

ορθός κοιλιακός μυς
πλάγιος κοιλιακός μυς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский