Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιθηκίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιθηκί|ζω <-σα, -στηκα> [piθiˈcizɔ] VERB μεταβ

πιθηκίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский