Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πηλός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πηλός [piˈlɔs] SUBST αρσ

1. πηλός (άργιλος):

πηλός
Ton αρσ

2. πηλός (αργιλώδης γη):

πηλός
Lehm αρσ
αργιλώδης πηλός
Tonlehm αρσ

3. πηλός (βόρβορος, λάσπη):

πηλός
Schlamm αρσ

4. πηλός (οικοδόμου):

πηλός
Mörtel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πηλός

Tonlehm αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский