Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πήξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πήξ|η <-εις> [ˈpiksi] SUBST θηλ, πήξιμο [ˈpiksimɔ] SUBST ουδ

1. πήξη (υγρού):

Gerinnen ουδ
Blutgerinnung θηλ

2. πήξη (πάγωμα υγρού):

Gefrieren ουδ
Gefrierpunkt αρσ

3. πήξη (τσιμέντου κτλ):

Festwerden ουδ

4. πήξη (ειδικά τσιμέντου):

Abbindung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский