Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πηκτωματοποιώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πηκτωματοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [piktɔmatɔpiˈɔ] VERB μεταβ

πηκτωματοποιώ

II . πηκτωματοποιούμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский