Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πετροβολώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πετροβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pɛtrɔvɔˈlɔ] VERB μεταβ

πετροβολώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский