Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πετρελαιοφόρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πετρελαιοφόρο [pɛtrɛlɛɔˈfɔrɔ] SUBST ουδ

πετρελαιοφόρο
Tanker αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πετρελαιοφόρο

πετρελαιοφόρο κοίτασμα
Erdölfeld ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский