Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πεσιμιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πεσιμιστικ|ός <-ή, -ό> [pɛsimistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πεσιμιστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский