Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πέσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πέσιμο [ˈpɛsimɔ] SUBST ουδ

1. πέσιμο (πτώση):

πέσιμο
Sturz αρσ

2. πέσιμο (πλάγιασμα):

πέσιμο
Sichhinlegen ουδ

3. πέσιμο (ρούχου):

πέσιμο
Sitz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский