Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιληπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιληπτικ|ός <-ή, -ό> [pɛriliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. περιληπτικός (που περιλαμβάνει πολλά):

περιληπτικός

2. περιληπτικός (συνοπτικός):

περιληπτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский