Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „περιθωριακός“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

περιθωριακός αρσ (περιθωριακή) θηλ
αντικοινωνικός, περιθωριακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский