Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περικάλυμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περικάλυμμα [pɛriˈkalima] SUBST ουδ

1. περικάλυμμα (λεπτό, δίσκου κτλ):

περικάλυμμα
Hülle θηλ

2. περικάλυμμα (επένδυμα):

περικάλυμμα
Verkleidung θηλ

3. περικάλυμμα (σκέπασμα):

περικάλυμμα
Abdeckung θηλ

4. περικάλυμμα (βιβλίου):

περικάλυμμα
Umschlag αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский