Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιγραφικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιγραφικ|ός <-ή, -ό> [pɛriɣrafiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. περιγραφικός (που περιγράφει):

περιγραφικός

2. περιγραφικός (ικανότητα, δύναμη):

περιγραφικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский