Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πείραγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πείραγμα [ˈpiraɣma] SUBST ουδ (ενόχληση, πειραχτικός αστεϊσμός)

πείραγμα
Ärgern ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский