Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραφορτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παραφορτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [parafɔrˈtɔnɔ] VERB μεταβ

παραφορτώνω

II . παραφορτώνομαι VERB αποθ ρήμα μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский