Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραδοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραδοχή [paraðɔˈçi] SUBST θηλ

1. παραδοχή (αποδοχή):

παραδοχή
Annahme θηλ

2. παραδοχή (ομολόγηση: σφάλματος):

παραδοχή
Eingestehen ουδ

3. παραδοχή (γενική, δημόσια):

παραδοχή
Akzeptanz θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский