Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραδοσιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραδοσιακ|ός <-ή, -ό> [paraðɔsiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. παραδοσιακός (τρόπος ζωής, μουσική, ενδυμασία):

παραδοσιακός

2. παραδοσιακός ΤΕΧΝΟΛ (όχι με την πιο σύγχρονη μέθοδο):

παραδοσιακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский