Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παπουτσίδικο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παπουτσίδικο [papuˈtsiðikɔ] SUBST ουδ

1. παπουτσίδικο (κατάστημα):

παπουτσίδικο

2. παπουτσίδικο (του τσαγκάρη):

παπουτσίδικο
Schusterladen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский