Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παπούτσι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παπούτσι [paˈputsi] SUBST ουδ

ορειβατικό παπούτσι ουδ
Trekkingschuh αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με παπούτσι

γυναικείο παπούτσι
Damenschuh αρσ
ανδρικό παπούτσι
παπούτσι ποδοσφαίρου
παπούτσι του κρίκετ
παπούτσι με τάπες ΑΘΛ
παπούτσι του γκολφ
Golfschuh αρσ
παπούτσι του τένις

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский