Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πέρασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πέρασμα [ˈpɛrazma] SUBST ουδ

1. πέρασμα (μέρος και πράξη: για πεζούς, με τα πόδια):

πέρασμα
Durchgang αρσ
Drakestraße θηλ

2. πέρασμα (για όχημα, με όχημα):

πέρασμα
Durchfahrt θηλ

3. πέρασμα (διάσχιση):

πέρασμα
Überquerung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πέρασμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский