Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομπρέλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομπρέλα [ɔmˈbrɛla] SUBST θηλ

1. ομπρέλα (της βροχής):

ομπρέλα
Regenschirm αρσ
πτυσσόμενη ομπρέλα
Taschenschirm αρσ

2. ομπρέλα (του ηλίου):

ομπρέλα
Sonnenschirm αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ομπρέλα

πτυσσόμενη ομπρέλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский