Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομφάλιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομφάλι|ος <-α, -ο> [ɔɱˈfaliɔs], ομφαλικ|ός [ɔɱfaliˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

ομφάλιος
Nabel-
ομφάλιος λώρος
Nabelschnur θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ομφάλιος

ομφάλιος λώρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский