Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομιχλιασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομιχλιασμέν|ος <-η, -ο> [ɔmixʎazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ομιχλιασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский