Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολκή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολκή [ɔlˈci] SUBST θηλ

1. ολκή (τράβηγμα):

ολκή
Ziehen ουδ
ολκή
Zug αρσ

2. ολκή (όπλου):

ολκή μτφ
Kaliber ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский