Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οινεμπόριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οινεμπόριο [inɛmˈbɔriɔ] SUBST ουδ

οινεμπόριο
Weinhandel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский