Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικουμενικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικουμενικ|ός <-ή, -ό> [ikumɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. οικουμενικός (παγκόσμιος):

οικουμενικός
weltweit, Welt-

2. οικουμενικός ΠΟΛΙΤ:

οικουμενικός
Koalitions-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский