Ελληνικά » Γερμανικά

ξύστρα [ˈksistra] SUBST θηλ

1. ξύστρα (ξυστήρι) s. ξυστήρι

2. ξύστρα (για φλούδα λεμονιού):

ξύστρα

ιδιωτισμοί:

ξύστρα ζωγραφικής
Malspachtel θηλ

Βλέπε και: ξυστήρι

ξυστήρι [ksisˈtiri] SUBST ουδ, ξύστρα [ˈksistra] SUBST θηλ (μολυβιού)

ξυστήρι [ksisˈtiri] SUBST ουδ, ξύστρα [ˈksistra] SUBST θηλ (μολυβιού)

ξύστρα τρίγωνη θηλ ΤΕΧΝΟΛ
ξύστρα θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ξύστρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский