Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξύσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξύσιμο [ˈksisimɔ] SUBST ουδ

1. ξύσιμο (πράξη):

ξύσιμο
Kratzen ουδ

2. ξύσιμο (μολυβιού):

ξύσιμο
Anspitzen ουδ

3. ξύσιμο (γρατσουνιά):

ξύσιμο
Kratzer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский