Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξυλογλύπτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξυλογλύπτης (ξυλογλύπτρια) [ksilɔˈɣliptis, ksilɔˈɣliptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ξυλογλύπτης (ξυλογλύπτρια)
Holzschnitzer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский