Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξυλένιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξυλένι|ος <-α, -ο> [ksiˈlɛɲɔs] ΕΠΊΘ

ξυλένιος
hölzern, Holz-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский