Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξοδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξοδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ksɔˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. ξοδεύω (χρήματα):

ξοδεύω

2. ξοδεύω (καταναλώνω: δυνάμεις):

ξοδεύω

II . ξοδεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский