Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξινίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξινί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksiˈnizɔ] VERB μεταβ (κάνω ξινό)

II . ξινί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksiˈnizɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ξινός)

ξινίζω

Παραδειγματικές φράσεις με ξινίζω

ξινίζω τα μούτρα μου
ξινίζω τα μούτρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский