Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεσκαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεσκαλί|ζω <-σα> [ksɛskaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. ξεσκαλίζω (ψάχνω: σε συρτάρι):

ξεσκαλίζω κάτι
in etw δοτ wühlen

2. ξεσκαλίζω (βρίσκω: μέσα από συρτάρι):

ξεσκαλίζω

3. ξεσκαλίζω μτφ (παλιές ιστορίες):

ξεσκαλίζω

Παραδειγματικές φράσεις με ξεσκαλίζω

ξεσκαλίζω κάτι
in etw δοτ wühlen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский