Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεπετώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεπετ|ώ <-άς, -αξα, -άχτηκα, -αγμένος> [ksɛpɛˈtɔ] VERB μεταβ

1. ξεπετώ (αιφνιδιάζω):

ξεπετώ

2. ξεπετώ (τελειώνω γρήγορα):

ξεπετώ

II . ξεπετιέμαι o ξεπετάγομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ξεπετιέμαι o ξεπετάγομαι (παρουσιάζομαι ξαφνικά):

2. ξεπετιέμαι o ξεπετάγομαι (αναπηδώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский