Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεπατώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεπατώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛpaˈtɔnɔ] VERB μεταβ (βγάζω τον πάτο)

ξεπατώνω

II . ξεπατώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский