Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεμακραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεμακρ|αίνω <-υνα, -υσμένος> [ksɛmaˈkrɛnɔ] VERB αμετάβ

1. ξεμακραίνω (απομακρύνομαι):

ξεμακραίνω

2. ξεμακραίνω (αποτραβιέμαι):

ξεμακραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский